ξεπέταγμα

ξεπέταγμα
το [ξεπετώ]
1. ξαφνική εμφάνιση ή ανάπτυξη
2. ενηλικίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπουμπούκιασμα — το [μπουμπουκιάζω] 1. το ξεπέταγμα τών μπουμπουκιών, η έναρξη τής ανθοφορίας 2. μτφ. η ηλικία τής ήβης, η νεότητα …   Dictionary of Greek

  • ξεβλαστάρωμα — το [ξεβλασταρώνω] (για φυτό) το αποτέλεσμα τού ξεβλασταρώνω, ξεπέταγμα βλασταριών, εκβλάστηση …   Dictionary of Greek

  • ξεστάχιασμα — και ξεστάχυασμα, το [ξεσταχιάζω] (για σιτηρά) ανάπτυξη, ξεπέταγμα σταχιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”